Τί νέοι ποὺ φτάσαμεν ἐδῶ, στὸ ἔρμο νησί, στὸ χεῖλος
τοῦ κόσμου, δῶθε ἀπ᾿ τ᾿ ὄνειρο καὶ κεῖθε ἀπ᾿ τὴ γῆ!
Ὅταν ἀπομακρύνθηκεν ὁ τελευταῖος μας φίλος,
ᾔρθαμε ἀγάλι σέρνοντας τὴν αἰώνια πληγή.
Μὲ μάτι βλέπουμε ἀδειανό, μὲ βῆμα τσακισμένο
τὸν ἴδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ᾿ ἄρρωστο κορμί, ποὺ ἐβάρυνε, σὰν ξένο,
ὑπόκωφος ἀπὸ μακριὰ ἡ φωνή μας φτάνει ἀχός.
Ἡ ζωὴ διαβαίνει, πέρα στὸν ὁρίζοντα σειρῆνα,
μὰ θάνατο, καθημερνὸ θάνατο, μὲ χολὴ
μόνο, γιὰ μᾶς ἡ ζωὴ θὰ φέρει, ὅσο ἂν γελᾷ ἡ ἀχτίνα
τοῦ ἥλιου καὶ οἱ αὖρες πνέουνε. Κι εἴμαστε νέοι, πολὺ
νέοι, καὶ μᾶς ἄφησεν ἐδῶ, μιὰ νύχτα, σ᾿ ἕνα βράχο,
τὸ πλοῖο ποὺ τώρα χάνεται στοῦ ἀπείρου τὴν καρδιά,
χάνεται καὶ ρωτιόμαστε τί νά ῾χουμε, τί νά ῾χω,
ποὺ σβήνουμε ὅλοι, φεύγουμ᾿ ἔτσι νέοι, σχεδὸν παιδιά!
Κωνσταντίνος Γ. Καρυωτάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου